- πεφασμενως
- πεφασμένωςоткрыто, явно Lys.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεφασμένως — φαίνω A ren. perf part mp masc acc pl (doric) φημί Spir. Prooem. perf part pass masc acc pl (doric) πεφασμένως manifestly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφασμένως — ΜΑ επίρρ. μσν. φανερά, ορατά αρχ. προφανώς, σαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφασμένος τού φαίνω] … Dictionary of Greek